ιδιοκτήτης

ιδιοκτήτης
ο , ιδιοκτήτρια η собственник, -ца, владелец, -ица;

ιδιοκτήτης πλοίου — судовладелец;

ιδιοκτήτης σπιτιού — домовладелец


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιδιοκτήτης" в других словарях:

  • ιδιοκτήτης — ο θηλ. ιδιοκτήτρια εκείνος του οποίου είναι κτήμα κάτι: Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του χωραφιού; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοκτήτης — ο, θηλ. ιδιοκτήτρια αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυλωνάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα) ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης ή… …   Dictionary of Greek

  • πριβατάριος — και πιθ. δ. ανάγν. πριβάριος, ὁ, Α ιδιοκτήτης ιδιωτικού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (balneator) privatarius «ιδιοκτήτης ιδιωτικού λουτρού»] …   Dictionary of Greek

  • πυργοδεσπότης — ο, Ν 1. (για φεουδάρχη στον μεσαίωνα) δεσπότης, κύριος πύργου 2. (κατ επέκτ.) ο ιδιοκτήτης μεγαλοπρεπούς μεγάρου που μοιάζει με πύργο 3. ειρων. ιδιοκτήτης φτωχοκαλύβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ.… …   Dictionary of Greek

  • τσέλιγκας — και τσέλιγγας, ο, Ν ιδιοκτήτης τσελιγκάτου, ιδιοκτήτης μεγάλου κοπαδιού («εγώ είμαι κόρη τού βουνού και τσέλιγκα κοπέλλα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tselnik «γενάρχης οικογένειας»] …   Dictionary of Greek

  • Χάνα, Μάρκος - Αλόντσο — (Hauna, 1837 1904). Αμερικανός πολιτικός και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ και μετά ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Έγινε μάλιστα ιδιοκτήτης ολόκληρου στόλου πλοίων των λιμνών, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»